- ἡνίων
- ἡνία 1reinsneut gen plἡνίονreinsneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἠνίων — ἀνιάω grieve imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) ἀνιάω grieve imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) ἤνια neut gen pl ἦνις fem gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιῶν — ἡνία 2 bridle fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PAPYRUS Phleus seu vulgaris — ob similirudinem cum Papyro planta Nilotica, scirpus dictus est. Vetus Auctor Glossarum, Scirpus, φλοῦς πάπυρος. Strabo l. 5. τόφη τε καὶ πάπυρος ἀνθήλη τε πολλὴ κατακομίζεται ποταμοῖς ἐις τὴν Πὥμην, ubi πάπυρος i. e. quod antiqui Attici φλεὼ… … Hofmann J. Lexicon universale
άντυξ — η (Α ἄντυξ, υγος) (Τεχνολ. Τοπογρ.) αρχ. 1. η περιφέρεια ή το χείλος κάθε πράγματος με κυκλικό ή καμπυλωτό σχῆμα 2. κύκλος μεταλλικός που περιέβαλλε την ασπίδα 3. ο γύρος του δίφρου που χρησίμευε για στήριγμα ή λαβή ή για την εξάρτηση των ηνίων 4 … Dictionary of Greek
ημικράτηση — η το ελαφρό τράβηγμα προς τα πίσω τών ηνίων τού αλόγου από τον ιππέα … Dictionary of Greek
σελλίσκη — και σελίσκη, η, Ν [σέλ(λ)α] 1. τμήμα τής σαγής σε σχήμα μικρής σέλας που χρησιμεύει για την συγκράτηση τής σαγής, τών ηνίων και τής ιππουρίδας πάνω στην ράχη τού υποζυγίου και το οποίο φέρει τις πεταλοθήκες 2. στρ. μικρή σέλα που τοποθετούσαν… … Dictionary of Greek
συνεπιδράσσομαι — Μ πιάνω, αδράχνω μαζί με άλλον («τῶν αὐτῆς ἡνιῶν συνεπιδράξασθαι, Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιδράσσομαι «πιάνω με τα χέρια»] … Dictionary of Greek
υποστόμιο — το / ὑποστόμιον, ΝΑ το μέρος τών ηνίων που μπαίνει στο στόμα τού αλόγου νεοελλ. επιστόμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + στόμα (πρβλ. περι στόμιον)] … Dictionary of Greek
φάλαρα — Πόλη της αρχαίας θεσσαλικής Φθιώτιδας. Αν και πολλοί την τοποθετούν στη θέση της σημερινής Στυλίδας, οι περισσότεροι διαφωνούν, χωρίς ωστόσο να καθορίζουν την, κατά την αντίληψή τους, τοποθεσία της. * * * τα, ΝΜΑ, και σπάν. ενικ. τ. φάλαρον, τὸ,… … Dictionary of Greek